λωποδύτης

λωποδύτης
λωπο-δύτης [ῠ], ου, ,
A clothes-stealer, esp. one who steals of bathers, or strips travellers, S.Epigr.4.
II generally, thief, robber, footpad, IG12.44.5, Antipho 5.9, Cratin.206, Ar.Av.497, Ra.772, Lys.10.10, Phld.Rh.2.144 S., etc.;

λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι D.4.47

;

λ. ἀλλοτρίων ἐπέων

plagiarist,

AP11.130

(Poll.), cf. Arr.Epict.2.19.28.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λωποδύτης — clothes stealer masc nom sg λωποδυτέω steal clothes imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτης — ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης) επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι») αρχ. 1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους… …   Dictionary of Greek

  • λωποδύτης — ο θηλ. ύτρια ο μικροκλέφτης, ο μικροαπατεώνας: Δεν ψωνίζω ποτέ από αυτόν το λωποδύτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λωποδύται — λωποδύτης clothes stealer masc nom/voc pl λωποδύτᾱͅ , λωποδύτης clothes stealer masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδυτῶν — λωποδύτης clothes stealer masc gen pl λωποδυτέω steal clothes pres part act masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύταις — λωποδύτης clothes stealer masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτην — λωποδύτης clothes stealer masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτου — λωποδύτης clothes stealer masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύτῃ — λωποδύτης clothes stealer masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λωποδύταρος — ο [λωποδύτης] μεγάλος λωποδύτης, κλεφταράς …   Dictionary of Greek

  • λωποδύτας — λωποδύτᾱς , λωποδύτης clothes stealer masc acc pl λωποδύτᾱς , λωποδύτης clothes stealer masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”